- ὑπεσθίω
- ὑπεσθίω,A eat away under or secretly, Sch.Il.21.271.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεσθίω — Μ κρυφοτρώω, κατατρώγω χωρίς να γίνομαι αντιλητπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐσθίω «τρώγω»] … Dictionary of Greek